↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κροκόδειλος οι κροκόδειλοι
      γενική του κροκόδειλου των κροκόδειλων
    αιτιατική τον κροκόδειλο τους κροκόδειλους
     κλητική κροκόδειλε κροκόδειλοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
κροκόδειλοι του Νείλου

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κροκόδειλος < ελληνιστική κοινή κροκόδειλος[1] < αρχαία ελληνική κροκόδιλος[2] < κρόκη (χαλίκι ή βότσαλο)[3] + δρῖλος (σκουλήκι ή είδος σαύρας)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɾoˈko.ði.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρο‐κό‐δει‐λος
ομόηχο: Κροκόδειλος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κροκόδειλος αρσενικό

  1. (ερπετό) αμφίβιο σαρκοβόρο ερπετό που ανήκει στην τάξη των μεγάλων ερπετών και την οικογένεια των κροκοδειλιδών· έχει σκληρό φολιδωτό δέρμα και πανίσχυρες επιμήκεις σιαγόνες
  2. το δέρμα αυτού του ερπετού ως πρώτη ύλη για την κατασκευή δερμάτινων αντικειμένων

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • η λέξη λανθασμένα λέγεται στον προφορικό λόγο ενίοτε ως *κορκόδειλος (sic)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κροκόδειλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ετυμολογική γραφή κατά την αρχαιότερη ορθογραφία «κροκόδιλος» προτείνουν τα λεξικά Μπαμπινιώτη: κροκόδιλος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. Λόγω του ότι το φολιδωτό δέρμα του ερπετού μοιάζει με παραποτάμια βότσαλα (στρόγγυλες μικρές πέτρες.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κροκόδειλος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κροκόδειλος
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κροκόδειλος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κροκόδειλος αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κροκόδειλος αρσενικό