ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δρῖλος οἱ δρῖλοι
      γενική τοῦ δρίλου τῶν δρίλων
      δοτική τῷ δρίλ τοῖς δρίλοις
    αιτιατική τὸν δρῖλον τοὺς δρίλους
     κλητική ! δρῖλε δρῖλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δρίλω
γεν-δοτ τοῖν  δρίλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δρῖλος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δρῖλος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. (ερπετό) είδος σκουληκιού
  2. άνδρας που έχει κάνει περιτομή
     συνώνυμα: λατινικά verpus

Άλλες μορφές

επεξεργασία