αλιγάτορας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλιγάτορας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλιγάτορας αρσενικό και αλλιγάτορας
- (ερπετό) τετράποδο ερπετό, συγγενές με τους κροκόδειλους, με μεγάλη ουρά και μακρύ ρύγχος