• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αλιγάτορας

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Δείτε επίσης
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
δύο αλιγάτορες της Φλόριντα

Ετυμολογία

επεξεργασία
αλιγάτορας < → λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλιγάτορας αρσενικό και αλλιγάτορας

  • (ερπετό) τετράποδο ερπετό, συγγενές με τους κροκόδειλους, με μεγάλη ουρά και μακρύ ρύγχος

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • αλιγάτορας στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αλιγάτορας
  • αγγλικά : alligator (en)
  • βουλγαρικά : алигатор (bg)
  • γαλλικά : alligator (fr)
  • γερμανικά : Alligator (de)
  • ρωσικά : аллигатор (ru)
  • σερβικά : алигатор (sr)
  • σλοβακικά : aligátor (sk)
  • τσεχικά : aligátor (cs)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αλιγάτορας&oldid=7125809"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Μαΐου 2025, στις 18:15

Γλώσσες

    • English
    • Limburgs
    • ລາວ
    • Malagasy
    • Polski
    • Română
    • Slovenčina
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Μαΐου 2025, στις 18:15.
    • Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας