Ετυμολογία

επεξεργασία
αλλιγάτορας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλλιγάτορας αρσενικό

→ δείτε τη λέξη αλιγάτορας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία