αλλιγάτορας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλλιγάτορας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλλιγάτορας αρσενικό
- → δείτε τη λέξη αλιγάτορας
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλλιγάτορας
→ δείτε τη λέξη αλιγάτορας |
αλλιγάτορας αρσενικό
→ δείτε τη λέξη αλιγάτορας |