ενικός         πληθυντικός  
alligator alligators

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

alligator (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
alligator < αγγλική alligator< ισπανική el lagarto

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.li.ɡa.tɔʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
alligator alligators

alligator (en) αρσενικό