↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κροκοδειλίσιος η κροκοδειλίσια το κροκοδειλίσιο
      γενική του κροκοδειλίσιου της κροκοδειλίσιας του κροκοδειλίσιου
    αιτιατική τον κροκοδειλίσιο την κροκοδειλίσια το κροκοδειλίσιο
     κλητική κροκοδειλίσιε κροκοδειλίσια κροκοδειλίσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κροκοδειλίσιοι οι κροκοδειλίσιες τα κροκοδειλίσια
      γενική των κροκοδειλίσιων των κροκοδειλίσιων των κροκοδειλίσιων
    αιτιατική τους κροκοδειλίσιους τις κροκοδειλίσιες τα κροκοδειλίσια
     κλητική κροκοδειλίσιοι κροκοδειλίσιες κροκοδειλίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κροκοδειλίσιος < κροκόδειλος + -ίσιος

  Επίθετο

επεξεργασία

κροκοδειλίσιος

  • που έχει σχέση με κροκόδειλο, αναφέρεται σ’ αυτόν ή ανήκει σ’ αυτόν
    Αλλά η ανακάλυψη ενός απολιθώματος ανατρέπει αυτές τις εκτιμήσεις, καθώς δείχνει ότι οι «ξάδερφοι» των δεινοσαύρων είχαν μια απρόσμενα κροκοδειλίσια εμφάνιση. (*)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία