κροκοδειλίσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κροκοδειλίσιος < κροκόδειλος + -ίσιος
Επίθετο
επεξεργασίακροκοδειλίσιος
- που έχει σχέση με κροκόδειλο, αναφέρεται σ’ αυτόν ή ανήκει σ’ αυτόν
- Αλλά η ανακάλυψη ενός απολιθώματος ανατρέπει αυτές τις εκτιμήσεις, καθώς δείχνει ότι οι «ξάδερφοι» των δεινοσαύρων είχαν μια απρόσμενα κροκοδειλίσια εμφάνιση. (*)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κροκόδειλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία κροκοδειλίσιος
|