crocodile
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcrocodile (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
crocodile | crocodiles |
crocodile (fr) αρσενικό
crocodile (en)
ενικός | πληθυντικός |
crocodile | crocodiles |
crocodile (fr) αρσενικό