Ετυμολογία

επεξεργασία
κροκόδιλος < *κροκο- (κρόκη, χαλίκι ή βότσαλο -όπως μοιάζει το φολιδωτό δέρμα του ερπετού-) + δρῖλος (σκουλήκι ή είδος σαύρας) με ανομοίωση του δεύτερου ⟨ρ⟩. Για το πρώτο συνθετικό, και η υπόθεση σύνδεσης με κέρκος (ουρά). Το δεύτερο συνθετικό, άγνωστης ετυμολογίας [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɾoˈko.ði.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρο‐κό‐δι‐λος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κροκόδιλος αρσενικό

  1. (ερπετό, σπάνιο)
    1. ιωνικός όρος για τη σαύρα
      κροκόδιλοι τριπήχεες χερσαῖοι
      άλλες μορφές: κροκύδιλος, κρεκύδειλος
    2. (ειδικότερα) κροκόδειλος, ιδίως του Νείλου ή της Ινδίας
      άλλες μορφές: κροκόδειλος (Ηρόδοτος, και ελληνιστική γραφή), κορκόδιλος, κορκότιλος (όψιμη ελληνιστική), κορκόδριλλος

Παράγωγα

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

κροκόδιλος (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: κροκόδειλος
λατινικά: crocodilus
αγγλικά: crocodile
γερμανικά: Krokodil

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.