Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κουρκούδιαλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
Κουρκούδιαλος
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
επεξεργασία
κουρκούδιαλος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κουρκούδιαλος
αρσενικό
(
ερπετό
)
είδος
σαύρας
, το
κροκοδειλάκι