Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκούτζικας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
σκούτζικ
ας
οι
σκούτζικ
ες
γενική
του
σκούτζικ
α
των
σκουτζίκ
ων
αιτιατική
τον
σκούτζικ
α
τους
σκούτζικ
ες
κλητική
σκούτζικ
α
σκούτζικ
ες
Κατηγορία
όπως «
φύλακας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκούτζικας
αρσενικό
(
ερπετό
)
είδος
σαύρας
, το
κροκοδειλάκι
Δείτε επίσης
επεξεργασία
κουρκουτάς
κροκοδειλάκι
στη
Βικιπαίδεια