pince crocodile
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
pince crocodile | pinces crocodile |
pince crocodile (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pince crocodile | pinces crocodile |
pince crocodile (fr) θηλυκό