Ετυμολογία

επεξεργασία
pince crocodile → δείτε τις λέξεις pince και crocodile

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
pince crocodile pinces crocodile

pince crocodile (fr) θηλυκό