Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κουρκούμη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κουρκούμ
η
οι
κουρκούμ
ες
γενική
της
κουρκούμ
ης
των
(
κουρκουμ
ών
)
αιτιατική
την
κουρκούμ
η
τις
κουρκούμ
ες
κλητική
κουρκούμ
η
κουρκούμ
ες
Κατηγορία
όπως «
σκόνη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κουρκούμη
<
κουρκουμάς
+
-η
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κουρκούμη
θηλυκό
(
φυτό
,
μπαχαρικό
)
κουρκουμάς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κουρκούμη
→
δείτε
τη λέξη
κουρκουμάς