Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μαγειρευτεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μαγειρεύομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μαγειρεύομαι
  3. θα μαγειρευτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μαγειρεύομαι