μαγειρευτεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμαγειρευτεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μαγειρεύομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μαγειρεύομαι
- θα μαγειρευτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μαγειρεύομαι