Δείτε επίσης: ἀνεμόσουπα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανεμόσουπα οι ανεμόσουπες
      γενική της ανεμόσουπας
    αιτιατική την ανεμόσουπα τις ανεμόσουπες
     κλητική ανεμόσουπα ανεμόσουπες
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού
που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα»)
τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα»)
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανεμόσουπα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνεμόσουπα (όψιμη μεσαιωνική)[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε (άνεμος) ανεμό- + -σουπα.[2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανεμόσουπα θηλυκό (δημοτική)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 17 1ου μέρους - Somavera, Alessio da / Ἀλέξιος ὁ Σουμαβέραιος (1709), Θησαυρός της ρωμαϊκής και της φραγκικής γλώσσας. Στο Παρίτζι:Από την τυπογραφίαν του Μιχαήλ Γκινιάρδ, ͵αψ΄ θ΄. Τesoro della lingua greca-volgare ed italiana. Parigi:Appresso Michele Guignard, M.DCC.IX. @anemi
  2. ανεμόσουπαΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .