Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Ένα πιάτο με μαγειρίτσα (σούπα)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαγειρίτσα οι μαγειρίτσες
      γενική της μαγειρίτσας
    αιτιατική τη μαγειρίτσα τις μαγειρίτσες
     κλητική μαγειρίτσα μαγειρίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαγειρίτσα < μαγειρ(ιά) + -ίτσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.ʝiˈɾi.t͡sa/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαγειρίτσα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία