Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαγειριά οι μαγειριές
      γενική της μαγειριάς των μαγειριών
    αιτιατική τη μαγειριά τις μαγειριές
     κλητική μαγειριά μαγειριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαγειριά < μαγειρ- (πρβλ μάγειρας, μαγειρεύω) + -ιά (κατάληξη που δηλώνει ποσότητα -πρβλ κουταλιά)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαγειριά θηλυκό και μαγεριά

  Μεταφράσεις επεξεργασία