κουταλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουταλιά | οι | κουταλιές |
γενική | της | κουταλιάς | των | κουταλιών |
αιτιατική | την | κουταλιά | τις | κουταλιές |
κλητική | κουταλιά | κουταλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουταλιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουταλ(έα) + -ιά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ku.taˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐τα‐λιά
- τονικό παρώνυμο: κουτάλια
- παρώνυμο: κουτουλιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουταλιά θηλυκό
- η ποσότητα του υλικού που μπορεί να χωρέσει σ' ένα κουτάλι
- ⮡ Θα προσθέσετε μια κουταλιά της σούπας ζάχαρη και μια κουταλιά του γλυκού μέλι.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- κουταλιανός, Κούταλη (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κουταλιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κουταλιά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)