↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουτουλιά οι κουτουλιές
      γενική της κουτουλιάς των κουτουλιών
    αιτιατική την κουτουλιά τις κουτουλιές
     κλητική κουτουλιά κουτουλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουτουλιά < κουτουλάω/κουτουλ(ώ) + -ιά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ku.tuˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐του‐λιά
παρώνυμο: κουταλιά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουτουλιά θηλυκό

  1. το χτύπημα στο κούτελο
    ⮡  τρώω/έφαγα μια κουτουλιά
  2. το χτύπημα με το κούτελο
    ⮡  δίνω μια κουτουλιά

Συνώνυμα

επεξεργασία

ιδιωματικά:

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κουτουλάω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία