κουτουλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουτουλώ < *κο(υ)τυλώ[1] < αρχαία ελληνική κότυλος[1] / κοτύλη
Ρήμα
επεξεργασίακουτουλώ (παθητική φωνή: κουτουλιέμαι)
- χτυπάω κάτι με το κούτελο
- ⮡ Τον κουτούλησε ένας ταύρος, αλλά δεν έπαθε τελικά τίποτε.
- χτυπάω άθελά μου το κούτελο ή όλο το σώμα κάπου
- ⮡ Ήταν πολύ σκοτεινά, που κουτούλαγα συνέχεια πάνω σε διάφορα αντικείμενα, μέχρι να φτάσω στην έξοδο.
- πέφτει, γέρνει το κεφάλι μου λόγω υπνηλίας από κούραση ή νύστα
- ⮡ Λοιπόν, μάγκες μ, εγώ φεύγω, γιατί πήγε τρεις η ώρα και έχω αρχίσει και κουτουλάω.
- (μεταφορικά) (οικείο) τσουγκρίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.