Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
nod nods

nod (en)

  • το γνέψιμο, το νεύμα με το κεφάλι
    ⮡  He gave a nod of agreement.
    Έκανε νεύμα πως συμφωνούσε.
ενεστώτας nod
γ΄ ενικό ενεστώτα nods
αόριστος nodded
παθητική μετοχή nodded
ενεργητική μετοχή nodding

nod (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) γνέφω, νεύω με το κεφάλι, κουνώ το κεφάλι μου πάνω-κάτω για να δείξω συμφωνία, κατανόηση κτλ.
    ⮡  He nodded at me as he passed.
    Μου έγνεψε με το κεφάλι καθώς περνούσε.
    ⮡  She nodded to me in agreement.
    Μου ένευσε ότι συμφωνεί.
    ⮡  He nodded approval/approvingly.
    Κούνησε το κεφάλι επιδοκιμαστικά.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) γνέφω με το κεφάλι, κουνώ το κεφάλι μου κάτω και πάνω μια φορά για να πω ένα γεια ή αντίο σε κάποιον ή για να του δώσω ένα ένδειξη να κάνει κάτι
    ⮡  She nodded at her friend to greet her.
    Έγνεψε στην φίλη της για να τη χαιρετήσει.
    ⮡  She nodded to me a welcome.
    Με υποδέχτηκε με μια ελαφρά κίνηση της κεφαλής.
  3. (αμετάβατο) κουτουλώ, γέρνω το κεφάλι, δεν μπορώ να κρατήσω το κεφάλι μου όρθιο από τη νύστα
    ⮡  She sat nodding by the fire.
    Καθόταν κοντά στην φωτιά και κουτουλούσε.
     συνώνυμα: nod off

Παράγωγα

επεξεργασία