nod
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nod | nods |
nod (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | nod |
γ΄ ενικό ενεστώτα | nods |
αόριστος | nodded |
παθητική μετοχή | nodded |
ενεργητική μετοχή | nodding |
nod (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) γνέφω, νεύω με το κεφάλι, κουνώ το κεφάλι μου πάνω-κάτω για να δείξω συμφωνία, κατανόηση κτλ.
- ⮡ He nodded at me as he passed.
- Μου έγνεψε με το κεφάλι καθώς περνούσε.
- ⮡ She nodded to me in agreement.
- Μου ένευσε ότι συμφωνεί.
- ⮡ He nodded approval/approvingly.
- Κούνησε το κεφάλι επιδοκιμαστικά.
- ⮡ He nodded at me as he passed.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) γνέφω με το κεφάλι, κουνώ το κεφάλι μου κάτω και πάνω μια φορά για να πω ένα γεια ή αντίο σε κάποιον ή για να του δώσω ένα ένδειξη να κάνει κάτι
- ⮡ She nodded at her friend to greet her.
- Έγνεψε στην φίλη της για να τη χαιρετήσει.
- ⮡ She nodded to me a welcome.
- Με υποδέχτηκε με μια ελαφρά κίνηση της κεφαλής.
- ⮡ She nodded at her friend to greet her.
- (αμετάβατο) κουτουλώ, γέρνω το κεφάλι, δεν μπορώ να κρατήσω το κεφάλι μου όρθιο από τη νύστα