Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γνέψιμο τα γνεψίματα
      γενική του γνεψίματος των γνεψιμάτων
    αιτιατική το γνέψιμο τα γνεψίματα
     κλητική γνέψιμο γνεψίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γνέψιμο < γνέφω + -ιμο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γνέψιμο ουδέτερο

  • κίνηση του χεριού ή του κεφαλιού με την οποία απευθυνόμαστε σε κάποιον, συχνά για να τον καλέσουμε κοντά μας ή να του δώσουμε ένα άλλο μήνυμα

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία