Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gesture gestures

gesture (en)

  • η χειρονομία
    ⮡  He was speaking calmly without many gestures.
    Μιλούσε ήρεμα χωρίς πολλές χειρονομίες.
    ⮡  With gestures he was trying from far away to get me to understand what he wanted.
    Με χειρονομίες προσπαθούσε από μακριά να μου δώσει να καταλάβω αυτό που ήθελε.
ενεστώτας gesture
γ΄ ενικό ενεστώτα gestures
αόριστος gestured
παθητική μετοχή gestured
ενεργητική μετοχή gesturing

gesture (en)