Δείτε επίσης: χειρονομῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χειρονομώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χειρονομῶ,[1] συνηρημένος τύπος του χειρονομέω < (χείρ) χειρο- + -νομῶ (< νόμος)[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /çi.ɾo.noˈmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χει‐ρο‐νο‐μώ

χειρονομώ , πρτ.: χειρονομούσα, στ.μέλλ.: θα χειρονομήσω, αόρ.: χειρονόμησα (χωρίς παθητική φωνή)

  • κάνω χειρονομίες, συνοδεύω τα λόγια μου με κινήσεις των χεριών ή εκφράζομαι με τα χέρια χωρίς να μιλώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. χειρονομώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.