Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χειρονομέω < χειρονόμος - χειρόνομος


  Ρήμα επεξεργασία

χειρονομέω-χειρονομῶ
  1. κάνω παντομίμα, χειρονομώ
  2. κάνω γρήγορες επιδέξιες κινήσεις με τα χέρια