Ετυμολογία

επεξεργασία
χειρονομέω < χειρονόμος - χειρόνομος


χειρονομέω-χειρονομῶ
  1. κάνω παντομίμα, χειρονομώ
  2. κάνω γρήγορες επιδέξιες κινήσεις με τα χέρια