Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χειρονόμος < χειρ(ός) + -ο- + -νόμος < νέμω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χειρονόμος αρσενικό (κατ' άλλους χειρόνομος)

  Πηγές επεξεργασία