ορχηστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ορχηστής | οι | ορχηστές |
γενική | του | ορχηστή | των | ορχηστών |
αιτιατική | τον | ορχηστή | τους | ορχηστές |
κλητική | ορχηστή | ορχηστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ορχηστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀρχηστής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oɾ.çiˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐χη‐στής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαορχηστής αρσενικό (θηλυκό ορχηστρίδα)
- ο έμπειρος χορευτής επί εποχές αρχαία Ελλάδος και Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ορχηστής
|
Πηγές
επεξεργασία- ορχηστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας