Δείτε επίσης: γνέθω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γνέφω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γνεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νεύω [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɣne.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γνέ‐φω

γνέφω, αόρ.: έγνεψα (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία