beckon
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαbeckon (en)
- γνέφω ενθαρρυντικά-καταφατικά-ενισχυτικά-υποστηρικτικά-εγκωμιαστικά-φιλικά
- με οποιοδήποτε μέλος του σώματος, ή τρόπο
- (προσ)καλώ κάνοντας νόημα, χειρονομία, κίνηση κεφαλής, ματιών κτλ.
- (μεταφορικά) δελεάζω