κουταλιανός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Παναγής Κουταλιανός < Νέα Κούταλη Λήμνου
Ουσιαστικό επεξεργασία
ο κουταλιανός (el) αρσενικό
η κουταλιανή (el) θηλυκό
ορισμός:
- ο μασίστας
- δυνατός άνδρας
- ο παλαιστής
- ο πεχλιβάνης γενικότερα
- είδος πεχλιβάνη με εξειδίκευση στο να λυγίζει μέταλλα (λόγω εσφαλμένου συνειρμού)