↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φάβα οι φάβες
      γενική της φάβας
    αιτιατική τη φάβα τις φάβες
     κλητική φάβα φάβες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φάβα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φάβα (ουδέτερο)[1] < λατινική faba < πρωτοϊταλική *fafā[2] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰabʰ- (φασόλι)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfa.va/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φά‐βα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φάβα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φάβᾰ τὰ φάβᾰτ
      γενική τοῦ φάβᾰτος τῶν φαβᾰ́των
      δοτική τῷ φάβᾰτ τοῖς φάβᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ φάβᾰ τὰ φάβᾰτ
     κλητική ! φάβᾰ φάβᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φάβᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  φαβᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φάβα < λατινική faba

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φάβα ουδέτερο

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. φάβα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Michiel de Vaan, Etymological Dictionary of Latin and the other Italic Languages (Leiden Indo-European Etymological Dictionary Series; 7), εκδ. Brill, Leiden, Boston 2008, σελ 197, λήμμα faba. Ο Michiel de Vaan γράφει ότι η λατινική λέξη προέρχεται από το ευρωπαϊκό γλωσσικό υπόστρωμα και δεν μπορούμε να αναχθούμε σε πρωτοϊνδοευρωπαϊκή λέξη ("No PIE word can be reconstructed. Since the Italic, Slavic and Germanic words are similar in form and meaning, they are probably independent loanwords from a European substratum word of the form *bab- (or similar) 'bean'.")