Ετυμολογία

επεξεργασία
faba < πρωτοϊταλική *fafā[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰabʰ- (φασόλι)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfa.ba/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

faba (la) (făba) θηλυκό

  1. το κουκί, ο κύαμος
  2. χωράφι σπαρμένο με κουκιά
    αρχαία ελληνικά: κυαμών
  3. οποιοδήποτε μικρό αντικείμενο που μοιάζει με κουκί

Παράγωγα

επεξεργασία

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική faba fabae
γενική fabae fabārum
δοτική fabae fabīs
αιτιατική fabam fabās
κλητική faba fabae
αφαιρετική fabā fabīs
(α' κλίση)

Σε αυτό το λήμμα έχει ενσωματωθεί κείμενο από το Λατινοελληνικό λεξικό του Ευστράτιου Δ. Τσακαλώτου του 1921, του οποίου τα πνευματικά δικαιώματα έχουν εκπνεύσει και είναι πλέον δημόσιο κτήμα.

  1. Michiel de Vaan, Etymological Dictionary of Latin and the other Italic Languages (Leiden Indo-European Etymological Dictionary Series; 7), εκδ. Brill, Leiden, Boston 2008, σελ 197, λήμμα faba. Ο Michiel de Vaan γράφει ότι η Λατινική λέξη προέρχεται από το το ευρωπαϊκό γλωσσικό υπόστρωμα και δεν μπορούμε να αναχθούμε σε πρωτοϊνδοευρωπαϊκή λέξη ("No PIE word can be reconstructed. Since the Italic, Slavic and Germanic words are similar in form and meaning, they are probably independent loanwords from a European substratum word of the form *bab- (or similar) 'bean'.")