fabacius
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- fabacius < faba
Επίθετο
επεξεργασίαfabacius (la), -a, -um (făbācĭus)
- με κουκιά, που περιέχει κουκιά, που έχει την ιδιότητά τους
- αρχαία ελληνικά: κυάμειος, κυάμινος, τῶν κυάμων
Κλίση
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | fabacius | fabacia | fabacium | fabaciī | fabaciae | fabacia |
γενική | fabaciī | fabaciae | fabaciī | fabaciōrum | fabaciārum | fabaciōrum |
δοτική | fabaciō | fabaciae | fabaciō | fabaciīs | fabaciīs | fabaciīs |
αιτιατική | fabacium | fabaciam | fabacium | fabaciōs | fabaciās | fabacia |
κλητική | fabacie | fabacia | fabacium | fabaciī | fabaciae | fabacia |
αφαιρετική | fabaciō | fabaciā | fabaciō | fabaciīs | fabaciīs | fabaciīs |
Σε αυτό το λήμμα έχει ενσωματωθεί κείμενο από το Λατινοελληνικό λεξικό του Ευστράτιου Δ. Τσακαλώτου του 1921, του οποίου τα πνευματικά δικαιώματα έχουν εκπνεύσει και είναι πλέον δημόσιο κτήμα.