Δελφίνιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Δελφίνιον | τὰ | Δελφίνιᾰ |
γενική | τοῦ | Δελφινίου | τῶν | Δελφινίων |
δοτική | τῷ | Δελφινίῳ | τοῖς | Δελφινίοις |
αιτιατική | τὸ | Δελφίνιον | τὰ | Δελφίνιᾰ |
κλητική ὦ! | Δελφίνιον | Δελφίνιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Δελφινίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Δελφινίοιν | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Δελφίνιον < δελφίνιον
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔελφίνιον ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- Δελφίνιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Σμιθ, Ουίλιαμ (William Smith), Dictionary of Greek and Roman Geography (Λεξικό της [αρχαίας] ελληνικής και ρωμαϊκής γεωγραφίας) στα αγγλικά, Λονδίνο: John Murray, 1854