ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Δέλφειος Δελφεί τὸ Δέλφειον
      γενική τοῦ Δελφείου τῆς Δελφείᾱς τοῦ Δελφείου
      δοτική τῷ Δελφεί τῇ Δελφεί τῷ Δελφεί
    αιτιατική τὸν Δέλφειον τὴν Δελφείᾱν τὸ Δέλφειον
     κλητική ! Δέλφειε Δελφεί Δέλφειον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Δέλφειοι αἱ Δέλφειαι τὰ Δέλφει
      γενική τῶν Δελφείων τῶν Δελφείων τῶν Δελφείων
      δοτική τοῖς Δελφείοις ταῖς Δελφείαις τοῖς Δελφείοις
    αιτιατική τοὺς Δελφείους τὰς Δελφείᾱς τὰ Δέλφει
     κλητική ! Δέλφειοι Δέλφειαι Δέλφει
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Δελφείω τὼ Δελφεί τὼ Δελφείω
      γεν-δοτ τοῖν Δελφείοιν τοῖν Δελφείαιν τοῖν Δελφείοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Δέλφειος < αρχαία ελληνική Δέλφ(ος) + -ειος

  Επίθετο

επεξεργασία

Δέλφειος, -α, -ον