Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αφαλός οι αφαλοί
      γενική του αφαλού των αφαλών
    αιτιατική τον αφαλό τους αφαλούς
     κλητική αφαλέ αφαλοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφαλός < αρχαία ελληνική ὀμφαλός
 
Αφαλός ενήλικου άνδρα.
 
Αφαλός κλειδαριάς.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αφαλός αρσενικό

  1. (ανατομία) μικρή κοιλότητα στο κέντρο περίπου της κοιλιάς, το σημάδι που απομένει από το κόψιμο του ομφάλιου λώρου αμέσως μετά τη γέννηση
  2. το αποσπώμενο τμήμα ορισμένων τύπων κλειδαριάς στο οποίο μπαίνει και περιστρέφεται το κλειδί

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία