ομφάλιος λώρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ομφάλιος λώρος < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cordon ombilical[1] [2] → δείτε τις λέξεις ομφάλιος και λώρος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /oɱˈfa.li.os ˈlo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ομ‐φά‐λι‐ος λώ‐ρος
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
ομφάλιος λώρος αρσενικό
- (ανατομία) σωλήνας που συνδέει το έμβρυο με τον πλακούντα και μέσω του οποίου το έμβρυο παίρνει θρεπτικές ουσίες και οξυγόνο
- (μεταφορικά) οτιδήποτε συνδέει δύο οντότητες, ώστε η μία να είναι προσκολλημένη ή εξαρτημένη από την άλλη
Εκφράσεις
επεξεργασία- κόβω τον ομφάλιο λώρο (μεταφορικά) αποσυνδέω, αυτονομώ
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ομφάλιος λώρος
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ λώρος, ομφάλιος λώρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ομφάλιος, ομφάλιος λώρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)