αφαλοκόβω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.fa.loˈko.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φα‐λο‐κό‐βω
Ρήμα
επεξεργασίααφαλοκόβω
- (λαϊκότροπο, κυριολεκτικά) κόβω τον ομφάλιο λώρο βρέφους που μόλις γεννήθηκε
- (λαϊκότροπο, συνήθως παθητική φωνή) πονάει η μέση από σήκωμα μεγάλου βάρους
- (λαϊκότροπο, μεταφορικά) τρομάζω κάποιον, τον απειλώ ότι θα τον τιμωρήσω
- ⮡ Για πρόσεχε καλά, κακομοίρη μου, μην το ξανακάνεις αυτό, γιατί θα σ’ αφαλοκόψω!
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αφαλοκόβω | αφαλόκοβα | θα αφαλοκόβω | να αφαλοκόβω | αφαλοκόβοντας | |
β' ενικ. | αφαλοκόβεις | αφαλόκοβες | θα αφαλοκόβεις | να αφαλοκόβεις | αφαλόκοβε | |
γ' ενικ. | αφαλοκόβει | αφαλόκοβε | θα αφαλοκόβει | να αφαλοκόβει | ||
α' πληθ. | αφαλοκόβουμε | αφαλοκόβαμε | θα αφαλοκόβουμε | να αφαλοκόβουμε | ||
β' πληθ. | αφαλοκόβετε | αφαλοκόβατε | θα αφαλοκόβετε | να αφαλοκόβετε | αφαλοκόβετε | |
γ' πληθ. | αφαλοκόβουν(ε) | αφαλόκοβαν αφαλοκόβαν(ε) |
θα αφαλοκόβουν(ε) | να αφαλοκόβουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αφαλόκοψα | θα αφαλοκόψω | να αφαλοκόψω | αφαλοκόψει | ||
β' ενικ. | αφαλόκοψες | θα αφαλοκόψεις | να αφαλοκόψεις | αφαλόκοψε | ||
γ' ενικ. | αφαλόκοψε | θα αφαλοκόψει | να αφαλοκόψει | |||
α' πληθ. | αφαλοκόψαμε | θα αφαλοκόψουμε | να αφαλοκόψουμε | |||
β' πληθ. | αφαλοκόψατε | θα αφαλοκόψετε | να αφαλοκόψετε | αφαλοκόψτε | ||
γ' πληθ. | αφαλόκοψαν αφαλοκόψαν(ε) |
θα αφαλοκόψουν(ε) | να αφαλοκόψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αφαλοκόψει | είχα αφαλοκόψει | θα έχω αφαλοκόψει | να έχω αφαλοκόψει | ||
β' ενικ. | έχεις αφαλοκόψει | είχες αφαλοκόψει | θα έχεις αφαλοκόψει | να έχεις αφαλοκόψει | ||
γ' ενικ. | έχει αφαλοκόψει | είχε αφαλοκόψει | θα έχει αφαλοκόψει | να έχει αφαλοκόψει | ||
α' πληθ. | έχουμε αφαλοκόψει | είχαμε αφαλοκόψει | θα έχουμε αφαλοκόψει | να έχουμε αφαλοκόψει | ||
β' πληθ. | έχετε αφαλοκόψει | είχατε αφαλοκόψει | θα έχετε αφαλοκόψει | να έχετε αφαλοκόψει | ||
γ' πληθ. | έχουν αφαλοκόψει | είχαν αφαλοκόψει | θα έχουν αφαλοκόψει | να έχουν αφαλοκόψει |
|