Ετυμολογία

επεξεργασία
αφαλοκόβω < αφαλ(ός) + -ο- + κόβω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.fa.loˈko.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐φα‐λο‐κό‐βω

αφαλοκόβω

  1. (λαϊκότροπο, κυριολεκτικά) κόβω τον ομφάλιο λώρο βρέφους που μόλις γεννήθηκε
  2. (λαϊκότροπο, συνήθως παθητική φωνή) πονάει η μέση από σήκωμα μεγάλου βάρους
  3. (λαϊκότροπο, μεταφορικά) τρομάζω κάποιον, τον απειλώ ότι θα τον τιμωρήσω
    ⮡  Για πρόσεχε καλά, κακομοίρη μου, μην το ξανακάνεις αυτό, γιατί θα σ’ αφαλοκόψω!

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία