αφαλοκοπιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αφαλοκοπιά | οι | αφαλοκοπιές |
γενική | της | αφαλοκοπιάς | των | αφαλοκοπιών |
αιτιατική | την | αφαλοκοπιά | τις | αφαλοκοπιές |
κλητική | αφαλοκοπιά | αφαλοκοπιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααφαλοκοπιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του αφαλοκόψιμο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αφαλοκοπιά
|