ομφαλοτομία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομφαλοτομία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀμφαλοτομία / ὀμφαλητομία < ὀμφαλός + τέμνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαομφαλοτομία θηλυκό
- (ιατρική) το κόψιμο του ομφάλιου λώρου κατά την γέννηση ενός θηλαστικού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ομφαλοτομία