Δείτε επίσης: ὀμφαλοτομία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομφαλοτομία οι ομφαλοτομίες
      γενική της ομφαλοτομίας των ομφαλοτομιών
    αιτιατική την ομφαλοτομία τις ομφαλοτομίες
     κλητική ομφαλοτομία ομφαλοτομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ομφαλοτομία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀμφαλοτομία / ὀμφαλητομία < ὀμφαλός + τέμνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ομφαλοτομία θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία