αφαλόκομμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.faˈlo.ko.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φα‐λό‐κομ‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αφαλόκομμα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο, ιατρική) η ομφαλοτομία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφαλόκομμα
|