Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αφαλοκόψιμο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αφαλοκόψιμ
ο
τα
αφαλοκοψίμ
ατ
α
γενική
του
αφαλοκοψίμ
ατ
ος
των
αφαλοκοψιμ
άτ
ων
αιτιατική
το
αφαλοκόψιμ
ο
τα
αφαλοκοψίμ
ατ
α
κλητική
αφαλοκόψιμ
ο
αφαλοκοψίμ
ατ
α
Κατηγορία
όπως «
δέσιμο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αφαλοκόψιμο
<
αφαλ(ός)
+
-ο-
+
κόψιμο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αφαλοκόψιμο
ουδέτερο
(
λαϊκότροπο
,
ιατρική
) η
ομφαλοτομία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αφαλοκόψιμο
→
δείτε
τη λέξη
ομφαλοτομία