• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ὀμφαλός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὁ ὀμφαλός οἱ ὀμφαλοί
      γενική τοῦ ὀμφαλοῦ τῶν ὀμφαλῶν
      δοτική τῷ ὀμφαλῷ τοῖς ὀμφαλοῖς
    αιτιατική τὸν ὀμφαλόν τοὺς ὀμφαλούς
     κλητική ὦ! ὀμφαλέ ὀμφαλοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀμφαλώ
γεν-δοτ τοῖν  ὀμφαλοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀμφαλός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃m̥bh- (παραλλαγές: *h₃enbh-, *h₃nebh-, *h₃nobh-). Συγγενές με τα (σανσκριτικά) नभ्य (nabhya), (λατινικά) umbilicus, (αγγλοσαξονικά) nafela (αγγλικά navel)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὀμφαλός αρσενικό

  • ομφαλός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ὀμφαλός&oldid=5260062"
Τελευταία επεξεργασία στις 21 Σεπτεμβρίου 2021, στις 08:05

Γλώσσες

    • Dansk
    • English
    • Français
    • Magyar
    • Italiano
    • 한국어
    • Kurdî
    • Malagasy
    • Русский
    • Sängö
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 21 Σεπτεμβρίου 2021, στις 08:05.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας