λώρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λώρος | οι | λώροι |
γενική | του | λώρου | των | λώρων |
αιτιατική | τον | λώρο | τους | λώρους |
κλητική | λώρε | λώροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λώρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λῶρος < λατινική lorum[1][2] Συγκρίνετε με τα μεσαιωνικά λῶρον και λωρίον και το νεοελληνικό λουρί, λωρί και λωρίδα.
- Δείτε επίσης: ομφάλιος λώρος,
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈlo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λώ‐ρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλώρος αρσενικό
- (αρχαιοπρεπές) λωρίδα, ιμάντας
- ※ στην τοιχογραφία απεικονίζεται η μορφή ενός ώριμου άνδρα που φέρει αυτοκρατορικά ‘διάσημα' (πολυτελή λώρο πάνω από τον ανοιχτόχρωμο σάκκο, διάλιθο στέμμα) και κρατά σταυροφόρο σκήπτρο.
- «Είναι απόλυτα τεκμηριωμένο», για τη μοναδική εν ζωή προσωπογραφία του Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου. @amna.gr, 2024.12.12.
- ※ στην τοιχογραφία απεικονίζεται η μορφή ενός ώριμου άνδρα που φέρει αυτοκρατορικά ‘διάσημα' (πολυτελή λώρο πάνω από τον ανοιχτόχρωμο σάκκο, διάλιθο στέμμα) και κρατά σταυροφόρο σκήπτρο.
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- κόβω τον ομφάλιο λώρο: (μεταφορικά) αποσυνδέω, αυτονομώ
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
λωρ-
λωρ-
με θέμα λωρ- ή και λουρ-
- → δείτε τη λέξη λουρί για θέμα με λουρ-
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λώρος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λώρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ λώρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)