λεωφορειολωρίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λεωφορειολωρίδα θηλυκό
- ειδική λωρίδα κυκλοφορίας σε δρόμο, στην οποία επιτρέπεται να κινούνται (σχεδόν αποκλειστικά) λεωφορεία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λεωφορειολωρίδα
|