διάλιθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διάλιθος | η | διάλιθη | το | διάλιθο |
γενική | του | διάλιθου | της | διάλιθης | του | διάλιθου |
αιτιατική | τον | διάλιθο | τη | διάλιθη | το | διάλιθο |
κλητική | διάλιθε | διάλιθη | διάλιθο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διάλιθοι | οι | διάλιθες | τα | διάλιθα |
γενική | των | διάλιθων | των | διάλιθων | των | διάλιθων |
αιτιατική | τους | διάλιθους | τις | διάλιθες | τα | διάλιθα |
κλητική | διάλιθοι | διάλιθες | διάλιθα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διάλιθος < ελληνιστική κοινή διάλιθος < αρχαία ελληνική διά + λίθος
Επίθετο
επεξεργασίαδιάλιθος, -η, -ο
- που έχει διακοσμηθεί με πολύτιμους λίθους
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διάλιθος
|