Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτονομώ < ελληνιστική κοινή αὐτονομέω < αρχαία ελληνική αὐτονομέομαι < αὐτόνομος

  Ρήμα επεξεργασία

αυτονομώ (παθητική φωνή: αυτονομούμαι)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία