αυτονομούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτονομούμαι < αρχαία ελληνική αὐτονομέομαι / αὐτονομοῦμαι
Ρήμα
επεξεργασίααυτονομούμαι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυτονομούμαι | αυτονομούμουν | θα αυτονομούμαι | να αυτονομούμαι | ||
β' ενικ. | αυτονομείσαι | αυτονομούσουν | θα αυτονομείσαι | να αυτονομείσαι | ||
γ' ενικ. | αυτονομείται | αυτονομούνταν | θα αυτονομείται | να αυτονομείται | ||
α' πληθ. | αυτονομούμαστε | αυτονομούμασταν αυτονομούμαστε |
θα αυτονομούμαστε | να αυτονομούμαστε | ||
β' πληθ. | αυτονομείστε | αυτονομούσασταν αυτονομούσαστε |
θα αυτονομείστε | να αυτονομείστε | αυτονομείστε | |
γ' πληθ. | αυτονομούνται | αυτονομούνταν | θα αυτονομούνται | να αυτονομούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυτονομήθηκα | θα αυτονομηθώ | να αυτονομηθώ | αυτονομηθεί | ||
β' ενικ. | αυτονομήθηκες | θα αυτονομηθείς | να αυτονομηθείς | αυτονομήσου | ||
γ' ενικ. | αυτονομήθηκε | θα αυτονομηθεί | να αυτονομηθεί | |||
α' πληθ. | αυτονομηθήκαμε | θα αυτονομηθούμε | να αυτονομηθούμε | |||
β' πληθ. | αυτονομηθήκατε | θα αυτονομηθείτε | να αυτονομηθείτε | αυτονομηθείτε | ||
γ' πληθ. | αυτονομήθηκαν αυτονομηθήκαν(ε) |
θα αυτονομηθούν(ε) | να αυτονομηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυτονομηθεί | είχα αυτονομηθεί | θα έχω αυτονομηθεί | να έχω αυτονομηθεί | αυτονομημένος | |
β' ενικ. | έχεις αυτονομηθεί | είχες αυτονομηθεί | θα έχεις αυτονομηθεί | να έχεις αυτονομηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυτονομηθεί | είχε αυτονομηθεί | θα έχει αυτονομηθεί | να έχει αυτονομηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυτονομηθεί | είχαμε αυτονομηθεί | θα έχουμε αυτονομηθεί | να έχουμε αυτονομηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυτονομηθεί | είχατε αυτονομηθεί | θα έχετε αυτονομηθεί | να έχετε αυτονομηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυτονομηθεί | είχαν αυτονομηθεί | θα έχουν αυτονομηθεί | να έχουν αυτονομηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτονομούμαι