αυτονομία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτονομία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὐτονομία (ανεξαρτησία), (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική autonomie [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτονομία θηλυκό
- το δικαίωμα ενός συνόλου ανθρώπων να ρυθμίζουν ανεξάρτητα, μόνοι τους, τους νόμους, τη λειτουργία και τη δραστηριότητά τους, δίχως εξωτερικές επεμβάσεις
- (ειδικότερα) η έλλειψη κάθε εξάρτησης ή επίδρασης από εξωτερικούς παράγοντες
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτονομία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αυτονομία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας