ενικός         πληθυντικός  
cylindre cylindres

  Ετυμολογία

επεξεργασία
cylindre < (κληρονομημένο) μέση γαλλική cylindre, chilindre < λατινική cylindrus < αρχαία ελληνική κύλινδρος

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cylindre (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία