cylindre
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cylindre | cylindres |
Ετυμολογία επεξεργασία
- cylindre < (κληρονομημένο) μέση γαλλική cylindre, chilindre < λατινική cylindrus < αρχαία ελληνική κύλινδρος
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
cylindre (fr) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- cylindre - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé