ομφαλοσκοπία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομφαλοσκοπία < ομφαλός + -ο- + -σκοπία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική omphaloskepsis < αρχαία ελληνική ὀμφαλός + σκέψις
Ουσιαστικό επεξεργασία
ομφαλοσκοπία θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα τού ομφαλοσκοπώ
- μέθοδος μαντικής που σχετίζεται με την εξέταση του ομφάλιου λώρου
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομφαλοσκοπία